- μελάμβωλος
- μελάμβωλοςwith black soilmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελάμβωλος — μελάμβωλος, ον (Α) (για τη γη) 1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος 2. εύφορος («μελάμβωλον κατ ἄρουραν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό βωλος, χρυσό βωλος)] … Dictionary of Greek
μελάμβωλον — μελάμβωλος with black soil masc/fem acc sg μελάμβωλος with black soil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβώλου — μελάμβωλος with black soil masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάμβωλε — μελάμβωλος with black soil masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek